присущий - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

присущий - translation to Αγγλικά


присущий      

см. тж. свойственный; характерный для


• The inherent rigidity of nonfluid colloids is the principal factor determining their stability.


• The capacitor features extraordinary stability.


• Such restrictions are inherent in [or typical (or characteristic) of] earlier machine-tools.


• The delay inherent in the production of a single side band ...


• The second kind of asymmetry is intrinsic in the design of the system.


• This valve eliminates the constant leakage peculiar to all steam steering engines.

присущий      
adj.
inherent (in), intrinsic
enorganic      

[enɔ:'gænik]

общая лексика

присущий организму

прилагательное

медицина

присущий организму

Ορισμός

ПРИСУЩИЙ
свойственный кому-чему-нибудь.
С присущим ему добродушием. Присуща подозрительность кому-н
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για присущий
1. Основной риск, присущий подобным инструментам, - низкая ликвидность.
2. Именно тут коренится присущий японскому менталитету коллективизм.
3. Сплачивает и присущий всем подвидам культ оружия.
4. Это способ смотреть и видеть, присущий соглядатаю.
5. Присущий ему уникальный киноязык останется в вечности.
Μετάφραση του &#39присущий&#39 σε Αγγλικά